Σήμερα είναι η μέρα που δίνουμε ευχαριστίες, που αναγνωρίζουμε τα "καλά και τ' αγαθά" που απολαμβάνουμε, και εκτιμούμε τους ανθρώπους που κάνουν τη ζωή μας, με το μερτικό τους,
εύ-κολη, ευ-χάριστη και ευ-λογημένη.
Σήμερα , θα "ανεβάσω" μια ιστορία από το ημερολόγιό μου "Γλυκά και Ιστορίες 2013", ως preview ας πούμε. Είναι η ιστορία ενός αλλιώτικου αυγού, που συμμετείχε στα chocolate chip cookies του Αη Βασίλη, και ήτανε τόσο ευγνώμων γι' αυτό. Τη συνταγή για τα κουλουράκια την έξω ξαναβάλει στην ανάρτηση "101 chocolate chip cookies". Σήμερα είναι η ώρα για την ιστορία τους.
ΕΝΑ
ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ ΑΥΓΟ
Ήταν ένα
αλλιώτικο αυγό. Στριμωγμένο σε μια χάρτινη θήκη με άλλα 29 ολόϊδια αυγουλάκια,
αγωνιζότανε να αναδείξει τη μοναδικότητά του. Ένα πρωί, φορτώθηκε σ΄ένα container και ξεφορτώθηκε, στρογγυλό και
άσπαστο, σε μια μεγάλη υπεραγορά τροφίμων. Μπήκε σ' ένα μακρύ, θεόρατο ψυγείο,
πλακώθηκε από καμιά διακοσαριά χάρτινα πακέτα αυγών κι έμεινε εκεί, στο κρύο,
να περιμένει τη στιγμή του. Δυο μέρες μετά ήταν ακόμα εκεί, περιμένοντας. Τρεις
μέρες μετά, κρυώνοντας, περίμενε ακόμα. Χέρια ανοιγοκλείνανε την πόρτα του
ψυγείου, τραβούσανε τα πάνω χαρτόκουτα, ξαλάφρωνε λιγάκι το αυγό απ' το βάρος
που το πλάκωνε, ανάσαινε, και συνέχιζε να παραμένει στη θέση του και να
περιμένει. Ήτανε ένα μικρό αυγουλάκι που κατείχε τη χάρη της υπομονής.
Την τέταρτη μέρα κατά τας γραφάς, η πόρτα του ψυγείου ανοιγόκλεινε με μεγάλη ταχύτητα. Φωνές έφταναν στ' αυτιά του που δεν προλάβαιναν ν’ αποσώσουν τη φράση τους κι η πόρτα ξανάκλεινε με βρόντο στα μούτρα του. "Μέρες που'ναι θα χρειαστώ..." μπαμ η πόρτα, "Δεν παίρνεις άλλη μια δωδεκάδα;..." μπουμ, "Σιγά μην πάρω έτοιμη βασιλόπ..."σμπαμ! Και με τα σμπαμ και με τα σμπουμ αδειάσανε τα πάνω ράφια και το μικρό αυγό ανέπνευσε επιτέλους τον αέρα της κορυφής. Ξαφνικά οι φωνές σταμάτησαν, κλείσαν τα φώτα, η πόρτα του ψυγείου έκλεισε και το αυγό κοιμήθηκε να ξαποστάσει απ' την αναμονή κι από την αγωνία του.
Το πρωί της πέμπτης ημέρας, ήξερε πως ήρθε η στιγμή. Όταν άνοιξε η πόρτα, αφέθηκε σε κάτι ελαφριά χέρια που το σήκωσαν (γυναικεία του φάνταξαν), μπήκε σε ένα καρότσι που τσούλαγε σε ρόδες και βγήκε βόλτα σε διαδρόμους με πολλή φασαρία. Κόσμος πολύς από γύρω, τού πέταξαν κάτι δεκάκιλα αλεύρια και το πλάκωσαν, του'ρθε σκοτοδίνη! Αγωνιζόταν να μη σπάσει, να μείνει έτσι στρογγυλό κι ακέριο, ολόκληρο, να μη διαλυθεί και χαθούν οι υψηλοί του στόχοι! Μια ζάλη του' ρθε τού μικρού αυγού έτσι όπως το τρέχαν και το στρίβαν σε κείνους τους ατέλειωτους διαδρόμους. Κάποια στιγμή σταμάτησε το τρεχοβολητό, το γλύστρησαν πάνω σε μια κορδέλα, σαν τσουλήθρα τού' μοιασε,ύ στερα μπήκε σ' ένα κουτί, μόνο από πάνω έμπαινε το φως, κι ύστερα πετάχτηκε με το κουτί σ' ένα άλλο πράγμα με ρόδες που έτρεχε και κόρναγε και έστριβε και τρανταζότανε σε κάτι τρύπες...Παναγιά μου να μη σπάσει, να προλάβει, να προλάβει να φτάσει...ώσπου, Ανάσταση! Ήρθε κι ακούμπησε σ' έναν πάγκο ολόκληρο, σώο και αβλαβές!
"Εγώ θα κάνω φέτος τα μπισκότα για τον Αη Βασίλη." Ήταν μια φωνή παιδική. Φωνή αγοριού.
Μια άλλη φωνή, φωνή μαμάς είπε "Πώς θα τα κάνεις βρε Βασίλη μου; Αφού δεν ξέρεις." "Ξέρω.Τα είδα στον ύπνο μου. Είναι στρογγυλά, φουσκωτά, έχουν κομματάκια από σοκολάτες κι ένα αυγό",είπε αποφασιστικά η φωνή που την έλεγαν Βασίλη. Η καρδιά τού αυγού άρχισε να χτυπάει μές στον κρόκο του. Αυτό θα ήταν το ένα, το μοναδικό αυγό που θα' μπαινε στα μπισκότα του Αη Βασίλη!
Έκλεισε τα μάτια του κι έκανε μιαν ευχή. "Να’μαι εγώ το αυγό στα μπισκότα του Αη Βασίλη. Να είμαι εγώ, να είμαι εγώ, να είμαι..." Δεν πρόλαβε να πει άλλο ένα "εγώ". Τα χεράκια του μικρού Βασίλη το έπιασαν προσεκτικά, το γύμνωσαν μαλακά και το βούτηξαν σε μια λεκάνη σαν πισίνα να κολυμπήσει μαζί με σοκολάτες, ζάχαρες, καρύδια κι αλευράκια. Έπαιζε το αυγό μες στη χαρά, τσαλαβουτούσε μες στη λεκανοπισίνα, ανακατεύονταν με τ' άλλα τα υγρά, ανακατεύονταν μέχρι που πήραν όλα στερεή μορφή, πήρανε σχήμα φουσκωτό σαν κουλουράκια. Μπήκαν τα κουλουράκια - ζυμαράκια στο ταψί, πατήθηκαν να γίνουνε δισκάκια κι ύστερα ακουμπήσαν μαλακά το σώμα τους σ' ένα φούρνο ζεστό.
Ο μικρός Βασίλης περίμενε με το πρόσωπo κολλημένο στο τζάμι του φούρνου δεκαπέντε λεπτά, όπως τού' πε η μαμά του. Μην και καούν τα κουλουράκια του. Στα δεκαπέντε λεπτά ακριβώς τα' βγαλε, τ' ακούμπησε στον πάγκο της κουζίνας, κι όσο κρυώνανε, εκείνος έκατσε να γράψει το γράμμα στον Αη Βασίλη. Πήρε το μπλε μαρκαδόρο του κι έγραψε:
"Αγαπημένε μου Αη Βασίλη,
Την τέταρτη μέρα κατά τας γραφάς, η πόρτα του ψυγείου ανοιγόκλεινε με μεγάλη ταχύτητα. Φωνές έφταναν στ' αυτιά του που δεν προλάβαιναν ν’ αποσώσουν τη φράση τους κι η πόρτα ξανάκλεινε με βρόντο στα μούτρα του. "Μέρες που'ναι θα χρειαστώ..." μπαμ η πόρτα, "Δεν παίρνεις άλλη μια δωδεκάδα;..." μπουμ, "Σιγά μην πάρω έτοιμη βασιλόπ..."σμπαμ! Και με τα σμπαμ και με τα σμπουμ αδειάσανε τα πάνω ράφια και το μικρό αυγό ανέπνευσε επιτέλους τον αέρα της κορυφής. Ξαφνικά οι φωνές σταμάτησαν, κλείσαν τα φώτα, η πόρτα του ψυγείου έκλεισε και το αυγό κοιμήθηκε να ξαποστάσει απ' την αναμονή κι από την αγωνία του.
Το πρωί της πέμπτης ημέρας, ήξερε πως ήρθε η στιγμή. Όταν άνοιξε η πόρτα, αφέθηκε σε κάτι ελαφριά χέρια που το σήκωσαν (γυναικεία του φάνταξαν), μπήκε σε ένα καρότσι που τσούλαγε σε ρόδες και βγήκε βόλτα σε διαδρόμους με πολλή φασαρία. Κόσμος πολύς από γύρω, τού πέταξαν κάτι δεκάκιλα αλεύρια και το πλάκωσαν, του'ρθε σκοτοδίνη! Αγωνιζόταν να μη σπάσει, να μείνει έτσι στρογγυλό κι ακέριο, ολόκληρο, να μη διαλυθεί και χαθούν οι υψηλοί του στόχοι! Μια ζάλη του' ρθε τού μικρού αυγού έτσι όπως το τρέχαν και το στρίβαν σε κείνους τους ατέλειωτους διαδρόμους. Κάποια στιγμή σταμάτησε το τρεχοβολητό, το γλύστρησαν πάνω σε μια κορδέλα, σαν τσουλήθρα τού' μοιασε,ύ στερα μπήκε σ' ένα κουτί, μόνο από πάνω έμπαινε το φως, κι ύστερα πετάχτηκε με το κουτί σ' ένα άλλο πράγμα με ρόδες που έτρεχε και κόρναγε και έστριβε και τρανταζότανε σε κάτι τρύπες...Παναγιά μου να μη σπάσει, να προλάβει, να προλάβει να φτάσει...ώσπου, Ανάσταση! Ήρθε κι ακούμπησε σ' έναν πάγκο ολόκληρο, σώο και αβλαβές!
"Εγώ θα κάνω φέτος τα μπισκότα για τον Αη Βασίλη." Ήταν μια φωνή παιδική. Φωνή αγοριού.
Μια άλλη φωνή, φωνή μαμάς είπε "Πώς θα τα κάνεις βρε Βασίλη μου; Αφού δεν ξέρεις." "Ξέρω.Τα είδα στον ύπνο μου. Είναι στρογγυλά, φουσκωτά, έχουν κομματάκια από σοκολάτες κι ένα αυγό",είπε αποφασιστικά η φωνή που την έλεγαν Βασίλη. Η καρδιά τού αυγού άρχισε να χτυπάει μές στον κρόκο του. Αυτό θα ήταν το ένα, το μοναδικό αυγό που θα' μπαινε στα μπισκότα του Αη Βασίλη!
Έκλεισε τα μάτια του κι έκανε μιαν ευχή. "Να’μαι εγώ το αυγό στα μπισκότα του Αη Βασίλη. Να είμαι εγώ, να είμαι εγώ, να είμαι..." Δεν πρόλαβε να πει άλλο ένα "εγώ". Τα χεράκια του μικρού Βασίλη το έπιασαν προσεκτικά, το γύμνωσαν μαλακά και το βούτηξαν σε μια λεκάνη σαν πισίνα να κολυμπήσει μαζί με σοκολάτες, ζάχαρες, καρύδια κι αλευράκια. Έπαιζε το αυγό μες στη χαρά, τσαλαβουτούσε μες στη λεκανοπισίνα, ανακατεύονταν με τ' άλλα τα υγρά, ανακατεύονταν μέχρι που πήραν όλα στερεή μορφή, πήρανε σχήμα φουσκωτό σαν κουλουράκια. Μπήκαν τα κουλουράκια - ζυμαράκια στο ταψί, πατήθηκαν να γίνουνε δισκάκια κι ύστερα ακουμπήσαν μαλακά το σώμα τους σ' ένα φούρνο ζεστό.
Ο μικρός Βασίλης περίμενε με το πρόσωπo κολλημένο στο τζάμι του φούρνου δεκαπέντε λεπτά, όπως τού' πε η μαμά του. Μην και καούν τα κουλουράκια του. Στα δεκαπέντε λεπτά ακριβώς τα' βγαλε, τ' ακούμπησε στον πάγκο της κουζίνας, κι όσο κρυώνανε, εκείνος έκατσε να γράψει το γράμμα στον Αη Βασίλη. Πήρε το μπλε μαρκαδόρο του κι έγραψε:
"Αγαπημένε μου Αη Βασίλη,
με λένε κι εμένα Βασίλη και σού έφτιαξα αυτά τα
κουλουράκια που τα είδα στον ύπνο μου, για τη γιορτή σου. Φάε όσα θέλεις και τ'
άλλα πάρ' τα μαζί σου γιατί έχεις μεγάλο δρόμο και θα πεινάσεις.
Τού χρόνου θα σού φτιάξω άλλα.
Σ' αγαπώ πολύ,
Βασίλης
Υ.Γ Η μαμά λέει πως η γιαγιά που έχει χοληστερίνη δεν κάνει να τρώει κουλούρια γιατί έχουν πολλά αυγά. Μην ανησυχείς. Tα δικά σου έχουν μόνο ένα ."
Δίπλωσε καλά το γράμμα του, έβαλε τα κουλουράκια σ' ένα πιάτο, πήρε κι ένα ποτήρι γάλα και τ' ακούμπησε στο στρογγυλό πατάκι της εξώπορτας να υποδεχτούν τον Αη Βασίλη του.
"Καληνύχτα" είπε ο Βασίλης στα κουλουράκια του. "Καληνύχτα" είπε και το μικρό αυγό, μέσα στην περηφάνια.
Με το πρώτο ξημέρωμα, ο Βασίλης έτρεξε ξυπόλυτος στην εξώπορτα του σπιτιού του. Βρήκε άδειο το ποτήρι με το γάλα, άδειο και το πιατάκι με τα κουλουράκια του. Δίπλα στο πιάτο ήταν ένα γράμμα, όχι το δικό του. Αυτό ήταν γραμμένο με κόκκινο μαρκαδόρο:
"Αγαπημένε μου Βασίλη,
Τού χρόνου θα σού φτιάξω άλλα.
Σ' αγαπώ πολύ,
Βασίλης
Υ.Γ Η μαμά λέει πως η γιαγιά που έχει χοληστερίνη δεν κάνει να τρώει κουλούρια γιατί έχουν πολλά αυγά. Μην ανησυχείς. Tα δικά σου έχουν μόνο ένα ."
Δίπλωσε καλά το γράμμα του, έβαλε τα κουλουράκια σ' ένα πιάτο, πήρε κι ένα ποτήρι γάλα και τ' ακούμπησε στο στρογγυλό πατάκι της εξώπορτας να υποδεχτούν τον Αη Βασίλη του.
"Καληνύχτα" είπε ο Βασίλης στα κουλουράκια του. "Καληνύχτα" είπε και το μικρό αυγό, μέσα στην περηφάνια.
Με το πρώτο ξημέρωμα, ο Βασίλης έτρεξε ξυπόλυτος στην εξώπορτα του σπιτιού του. Βρήκε άδειο το ποτήρι με το γάλα, άδειο και το πιατάκι με τα κουλουράκια του. Δίπλα στο πιάτο ήταν ένα γράμμα, όχι το δικό του. Αυτό ήταν γραμμένο με κόκκινο μαρκαδόρο:
"Αγαπημένε μου Βασίλη,
τα μπισκότα σου ήταν τα πιο νόστιμα μπισκότα που
έφαγα ποτέ. Τού χρόνου να μού κάνεις τα ίδια.
Ευχαριστώ.
Αη Βασίλης
Υ.Γ Πώς ήξερες ότι έχω χοληστερίνη;»
Ευχαριστώ.
Αη Βασίλης
Υ.Γ Πώς ήξερες ότι έχω χοληστερίνη;»
and "God bless as all" ("Χριστουγεννιάτικη Ιστορία" Κ. Ντίκενς)