Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

Όμως εγώ θα πω!

Από μικρή τής άρεσε να σκαρώνει ιστορίες.
Ή να ακούει ιστορίες.
Κι ας ήξερε πως δεν είναι αληθινές.
«Πες, πες μπαμπά κι ας είναι ψέματα», έλεγε με την ψευδή φωνή της.
Ίσως γιατί ψεύδιζε, άργησε να πει τις δικές της ιστορίες.
Τις γύρναγε μονάχα στο κεφάλι της, ή τις έγραφε,σε γλώσσα συνθηματική, έτσι που άλλος κανείς να μην μπορεί να τις αποκωδικοποιήσει.
Μην και την κοροϊδέψει, μην τη γελάσει, έτσι όπως την γέλαγαν καμιά φορά γι’ αυτό της το ψεύδισμα στα «σ», τα «ξ», τα «ψ» και τα «ζ».

Από μικρή ανέβαινε στα τραπέζια να πει ιστορίες, αλλά ιστορίες δεν έβγαιναν απ’ το στόμα της. Μονάχα ήχοι που μοιάζαν με «μπαλιό,μπαλιό, μπαλιό μπαλιό» και σήμαιναν «φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ...» Αλλά και όλα τα υπόλοιπα, «μπαλιό» ήταν κι αυτά. Μέχρι την ώρα του «Ντίτωωωω» που συνοδεύονταν από μια βαθειά της υπόκλιση κι οι άλλοι έπαιρναν το μήνυμα. Φώναζαν «Ζήτωωωωω» και χειροκρόταγαν αυθόρμητα και με ενθουσιασμό.
   
Μίλησε καθαρά, ένα βράδυ, στην τύχη κι απροειδοποίητα ,κι έτσι τυχαία(;) είπε «Κ ο υ ζ ί ν α».
Σημαδιακό! Τότε δεν το κατάλαβε. Μάλλον, το σωστό είναι:«Μέχρι τώρα δεν το κατάλαβε».
Είπε «κουζίνα», η μαμά έμεινε έκπληκτη, όχι για τη λέξη αυτή καθεαυτή, αλλά για το ψεύδισμα του «ζ» που’ φυγε μαγικά κι άφησε την «κουζίνα» της στρογγυλή κι ολοκάθαρη. Γέλασαν με ικανοποίηση , η καθεμιά για το δικό της λόγο.
«Δόξα τω Θεώ! Τώρα θα μπορώ να λέω τις ιστορίες μου!!!» (Εκείνη)
«Δόξα τω Θεώ! Δεν θα το κοροϊδεύουν άλλο το παιδί μου να το λεν ψευδό».(Η μαμά)
   
Και δεν την ξαναείπανε ψευδή!
Σε κάθε σχολική γιορτή ήταν μπροστά, κάθε απαγγελία, κάθε ανάγνωση λογοτεχνικού κειμένου είχε τη φωνή της!
Και όλοι λέγανε: «Τι καθαρή φωνή! Και τι ωραία άρθρωση!!!»
(Μα φυσικά! Από γεννησιμιού!)
Κι έτσι, αφού βρήκε πως το θέλω της ήταν να λέει ιστορίες, το’ πε και δυνατά χρόνια μετά, σε χώρο ιερό, Επιδαύρειο, φωνάζοντας στο Σύμπαν  και σε 10,000 κόσμο μπροστά «Όμως εγώ θα πώ!»
Κι είπε από τότε πολλές, πάρα πολλές ιστορίες!
Με τη φωνή, με το χαρτί και ...με τις κατσαρόλες της!


Όταν μπήκε πρώτη φορά σε κουζίνα δικιά της, είπε την ιστορία με τίτλο «Ποτέ δεν ήξερα πως μού αρέσει ο αρακάς!»και τη μοιράστηκε τηλεφωνικά με τη μαμά της. Θρίαμβος!
Η ιστορία με τη μαμά είχε ως εξής:
«Μαμά, σήμερα έκανα αρακά με ρύζι!»
 «Αρακά με ρύζι; Εσύ; Πού το βρήκες;»
«Στο σούπερ μάρκετ. Σ’ ένα βιβλιαράκι με συνταγές του Άλτις!»
«Εννοώ,τι είναι αυτό; Καινούριο; Από πότε σού άρεζε εσένα ο αρακάς και δεν το ήξερα;»
Σάματι το’ξερε εκείνη;
Το ανακάλυψε μέσα στις κατσαρόλες της δικής της ΚΟΥΖΖΖΖΙΝΑΣΣΣΣ (Με ζήτα και σίγμα ολοκάθαρα και αψεγάδιαστα)
   
Το πρώτο της γλυκό είχε την ιστορία με τίτλο «Πώς να κάνεις χαρούμενο τον Άγγελο με μία φανουρόπιτα» και την μοιράστηκε με το γαμπρό της.
Ο Άγγελος ήταν στο νοσοκομείο. Για να τον διασκεδάσει, του’πε πως θα του’ φερνε ένα κεκάκι φτιαγμένο απ’ τα χεράκια της. Και θα’τανε το πρώτο κέηκ που φτιάχναν τα χεράκια της.
Έτσι, τυχαία (;) του’φτιαξε φανουρόπιτα , ή αλλιώς σταφιδόπιτα, ή κέηκ λαδερό με σταφίδες , πορτοκάλι και καρύδια. Το άφησε στο νοσοκομείο κι όλοι γελώντας, κεράστηκαν γλυκό.
Κι ο Άγγελος ήταν πολύ χαρούμενος . Έκανε χιούμορ και κεράστηκε το πιο μεγάλο κομμάτι.
Πέθανε λίγους μήνες μετά.
Εκείνη κεράστηκε την άμετρη χαρά  που δίνει η προσφορά των χεριών της.
Τής το φανέρωσε αυτό μια φανουρόπιτα.
Οι ιστορίες με τίτλο «Τα ταξίδια μιας κατσαρόλας» γράφονταν κάθε φορά που θα’μπαινε αρσενικό στο σπιτικό της .Ήταν πολύ χαρούμενες ιστορίες, όχι για το αρσενικό αυτό καθαυτό, όσο για το ταξίδι της αναζήτησης φαγητού, μαγειρέματος, στολίσματος...
Δεν ήταν ιστορίες με αίσιο τέλος πάντα!
Τα τραπεζώματα όμως είχαν ΠΑΝΤΑ ένα φινάλε με γλυκό.
Μάθημα πρώτον! Τραπέζι χωρίς γλυκό, ΠΟΤΕ!!!
   
«Μη μού μιλάς για ζελατίνη!» ήταν ο τραγικός τίτλος μιας ιστορίας ενός τραπεζιού που έκανε κάποια φορά σ’ ένα μαέστρο με τη γυναίκα του. Καλός μαέστρος. Κι η γυναίκα του καλή. Δεν θυμάται τι έφτιαξε. Θυμάται μόνο πως διάλεξε γλυκό με ζελατίνη και πως η ζελατίνη δεν διαλύθηκε.
«Να μασάτε καλά γιατί μου φαίνεται πως η ζελατίνη δεν καλοδιαλύθηκε » είπε γελαστή και με προσπάθεια χαλαρής άνεσης  μόλις σέρβιρε γλυκό και καφέ.
Αμέσως μετά θυμάται το μαέστρο να βγάζει απ’ το στόμα του έναν σβώλο ζελατίνης.
Γελάσανε .(Τι  να κάνανε οι έρμοι;).
«Να’τη , να’τη η ζελατίνη!!!» είπανε.
«Δεν μπορούσε να τύχει σε μένα;»σκέφτηκε εκείνη!
Κι από τότε δεν ξανάκανε γλυκό με ζελατίνη ΠΟΤΕ!!!
  
 Όταν ξανάμεινε μόνη της, μ’ έναν αρσενικό σκύλο αυτή τη φορά, σ’ ένα χαμηλό σπιτάκι με πίσω αυλή, καλλιέργησε συστηματικά την τέχνη του μαγειρεύειν και φουρνίζειν για χάρη των φιλενάδων της. Πήγαν κι ήρθαν οι προσκλήσεις κι οι ιστορίες της αλλάζαν τίτλο με ταχύτητα φωτός.  «Ουζάκι με γαύρο για τους καλλιτέχνες»,
«Μην αφήνεις ποτέ ένα ταψί ροξάκια αφύλαχτο» (βρήκε το σκύλο της να γλείφεται ηδονικά κι ήταν η μόνη φορά που το τραπέζι της κατέληξε χωρίς γλυκό), «Τα Αγιοβασιλιάτικα μπισκότα», «Παζάρια με χουρμάδες γεμιστούς»... Αποχαιρέτησε φίλους και φιλενάδες κι έφυγε για την Αμερική με το τραπέζι – ιστορία «Ένα αντίο στρωμένο κατάχαμα!»
  
Μα η πιο σπουδαία ιστορία της είναι το «Όμως εγώ θα πώ!»
Γιατί είναι η ιστορία της ζωής της μέσα από τη φωνή, απ’ το χαρτί κι από τις κατσαρόλες της.  Είναι μια ιστορία χωρίς τέλος...
                                                    Είναι μια ιστορία σε εξέλιξη.
                                                                               Αυτή η ιστορία...

                                                                                                   Συνεχίζεται...
  

                                                                                                            






Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...