Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Κρήτη με ζάλη και αυγοκαλάμαρα

Το βαπόρι που περίμενα από Σούγια για Παλαιόχωρα αποδείχτηκε βαρκούλα κι εγώ...τσιπούρα του γλυκού νερού! Δεν εγεννήθηκα καραβοκύρης- θαλασσόλυκος πάει κι ετελείωσε!
Μπήκα στο καρυδότσουφλο που άκουγε στό όνομα Neptune, και ξεκινήσαμε για το μεγάάάάλο ταξίδι των 45 λεπτών. Τα πρώτα πέντε λεπτά με θαύμασα, περηφανεύτηκα "τι καλά που τα πάω"  και χαμογέλασα! Τα επόμενα δέκα λεπτά μού πάγωσε το χαμόγελο στα χείλη, κι αρχίσαν να με ζώνουνε τα φίδια καθώς η βαρκούλα άφηνε πίσω την ακτή και σειόταν και λυγιότανε σαν γκόμενα σε καλντερίμι. Βολεύτηκα καλύτερα μπας κι έφταιγε η θέση του κορμιού μου κι ίσιωσα το κεφάλι να βλέπω μόνο μπροστά. Μα τώρα το σκαρί- βαρκί δε σειόταν άλλο, δε λυγιόταν, μον' έπιασε και χόρευε σα ρόδα σε μεγάλο λούνα πάρκ. 

Σας έχω πει πως δεν αγαπώ τα λούνα παρκ;
Αν δεν  το έχω πει, το λέω τώρα.  Δεν ανεβαίνω σε μύλους, σε ρόδες, ούτε σε ταψιά που χοροπηδούν.
Και με τα πάνω κάτω του Neptune άρχισα τις αναπνοές λες κι ήμουν έτοιμη για γέννα.
Εισπνοή, εκπνοή, εισπνοή, εκπνοή. "Βοηθάτε παιδιά!" λέω μέσα μου στους όποιους βοηθούς να καταφτάσουν! Στην σιωπηλή μου έκκληση για βοήθεια έρχεται και στρώνεται δίπλα μου ένας στρογγυλός καλοκάγαθος κύριος με γυαλάκια και μπλε μπλούζα, απ' αυτούς που δουλεύουν στη βαρκούλα. Είναι τόσο χαλαρός που χασμουριέται ασταμάτητα, δυο μέτρα άνοιγμα στόματος κάνει. 
"Πώς νυστάζεις αδερφάκι μου μ' αυτό το κουνια-μπέλα;" 

Άλλο ένα "κούνα" ψηλά, και με το "μπέλα" χαμηλά μου'ρχεται το νερό στη μάπα!
Σηκώνομαι όρθια, αρπάζω μία σιδεριά με τα δυο μου χέρια και εξακολουθώ να' χω το βλέμμα μου μπροστά. Ως Αλίκη- Μανταλένα "Μες σ' αυτή τη βάρκα είμαι μοναχή", μόνο που εγώ δεν τραγουδώ και σίγουρα δεν είμαι μοναχή μου. Γύρω μου καμιά εικοσαριά τουρίστες αραχτοί με κοιτάζουν με απορία.
"Σε πόση ώρα φτάνουμε;" ρωτώ τον κυριούλη με τα χασμουρητά, αφού καταφέρνω με κόπο να στρίψω το κεφάλι μου προς την πλευρά του.
"Σε κανά μισάωρο" μου λέει χαμογελώντας, κι εγώ πανιάζω. 
Σαν ν' άκουσα "σ'ένα εικοστετράωρο", έτσι ατέλειωτα μου φάνηκαν εκείνα τα τριάντα λεπτά.
"Μην το σκέφτεστε", μου λέει ο κυριούλης που κατάλαβε το ζόρι μου. "Όσο το σκέφτεστε τόσο χειρότερα είναι." 
Αμ δεν το σκέφτομαι, χριστιανέ μου, δεν το θέλω, μόνο του μου'ρχεται.
Δε λέω τίποτε, γιατί αν ανοίξω το στόμα μου δεν ξέρω τι θα βγει προς τα έξω.
Και...συνεχίζω τις αναπνοές. Ως θηλυκός Οδυσσέας, κρατιέμαι από το σίδερο και βλέπω μόνο μπρος για ν' αποφύγω  τις Σειρήνες του στομάχου μου που με καλούν σε ένα ωραιότατο άδειασμα.
Ιδρώνω. Σφίγγω κι άλλο το σίδερο.
Μετράω πέντε - πέντε - δέκα (δέκα δέκα ανεβαίνω τον καημό) να δω πού θα φτάσω μέχρι να φτάσουμε. Τα παρατώ στα τριάντα πέντε. Κοιτάζω το ρολόϊ του κυριούλη. Πέρασαν μόλις πέντε λεπτά. Φέρνω στο νου ωραίες εικόνες αλλά αδυνατώ να τις κρατήσω. 
Απελπίζομαι. "Θα τους πω να σταματήσουν τη βάρκα" σκέφτομαι. Απαπα, θα με πάρουν στο ψιλό. Κάνε υπομονή, κάνε υπομονή Μαρθούλα, σε λίγο όλα θα'χουνε τελειώσει. 
Και ξαναρχίζω από την αρχή: Αναπνοές, σάλιωμα των στεγνών χειλιών μου, ωραίες εικόνες, πρόσωπα που μπορεί να με χαλαρώσουν, επικλήσεις στον καλό Θεούλη να κάνει κάτι "Κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο" σε δική μου παραλλαγή "Κάνε κάτι λοιπόν, σε λίγο πεθαίνω" 
Ζητώ να φτάσω γρήγορα, να φτάσω άμεσα, να φτάσω ΤΩΩΩΡΑ! 
Και κάποια στιγμή φτάνω. Βγαίνω έξω πρώτη. Κουρέλι. Πατώ γη! Ο Οδυσσεάς στην Ιθάκη! Δε σκύβω να φιλήσω το χώμα της Παλιόχωρας, αλλά σέρνω την πραμάτεια μου ανακατεμένη στο σπιτικό που θα με φιλοξενήσει, σωριάζομαι σε έναν καναπέ και γεια σας, με παίρνει ύπνος. Ξυπνώ απ' το τηλέφωνο της φίλης μου της Αντωνίας που έχω αφήσει στη Σούγια με το Μυρτουλίνι το βαφτιστήρι.
"Έφτασες καλά;" 
Τι να πει η Μανταλένα- Οδυσσέας; Τι να πει και τι να μολογήσει; 
"Με χάλασε λίγο το καρυδότσουφλο" λέω, "θα βγω να βάλω κάτι στο στόμα μου."
 Η Αντωνία αναφέρεται συχνά στο γύρο της Παλιόχωρας. Όχι το γύρο οδικώς, το γύρο τροφικώς. Να πάω για γύρο; 

Πριν πάω για γύρο, στέκομαι στην ανοιχτή πόρτα της κας Κούλας που ψήνει στο μαγαζάκι της ξεροτήγανα μαζί με τις αδερφάδες της . Ζαλούρα ξεζαλούρα προλαβαίνω να θαμάξω τις καλαθούνες γεμάτες μέχρι πάνω μ' αυτά τα χρυσά στεφανάκια. 
"Να σε κεράσουμε ένα ξεροτήγανο;" προσφέρεται ευγενικά η κυρία Κούλα. Αχ, όχι τώρα, όχι τώρα, αργότερα.
"Θα πάω να φάω κάτι γιατί με ζάλισε το Neptune, ευχαριστώ!" 
"Όϊ, στο Neptune μπήκες παιδάκι μου; Παναζία μου, που να με χρυσώνουνε δε μπαίνω εγώ εκεί μέσα!" λέει η αδερφή της η κυρία Αργυρώ που τακτοποιεί τα ξεροτήγανα σε στρώσεις μέσα στην καλαθούνα τη στρωμένη με πανάκι. Εμ, πού να το'ξερα η έρμη; Δεν μου το'πε κανείς.
"Μη φας γύρο είναι βαρύς" μου λέει η κυρα Κούλα. "Πάρε λίγο ψητό κοτοπουλάκι να στρώσει το στομάχι σου."

Στρώνω το στομάχι μου, κάνω ένα μπανάκι και ξεραίνομαι.
Το πρωί νομίζω πως κουνώ ακόμη. Δεν ξαναμπαίνω στο καρυδότσουφλο, από Δευτέρα θα βάλουνε μεγάλα καράβια να πάω σαν άνθρωπος στα Σφακιά.
Και πήγα που λέτε στα Σφακιά, κι ήρθα και δε ζαλίστηκα πράμα,
και στην επιστροφή έκατσα στης κυρα- Κούλας να φάω φοβερούς λουκουμάδες με σουσαμάκι και κανέλα.

"Αύριο θα φτάξω 500 αυγοκαλάμαρα για βαφτίσια. Έλα να δεις πώς τα κάνουμε"
Πήγα και θάμαξα πόσο αριστοτεχνικά γύρναγε τη ζύμη στο τηγάνι με την πηρούνα, ούτε ένα λεπτό δεν την άφηνε να μην παρακαεί. Και μια πατάτα έκαιγε στο λάδι μέσα "για να παίρνει τη λαδίλα".
"Δεν μυρίζουν αυτά τα αυγοκαλάμαρα, δεν έχουν αυγά. Τσικουδιά και ρακή έχουνε".
Κι από κοντά η αδερφή της η κυρία Αργυρώ ν' ανοίγει τα φύλλα, 

να τα κόβει σε τετράγωνα,

να τα ρίχνουν στο τηγάνι και φρρρρ να γίνονται αμέσως οι φουσκάλες, η πηρούνα τα γυρνάει γρήγορα γρήγορα, λίγο βουτιέται η μια άκρη, λίγο η άλλη μες στο λάδι, 
και με το πηρούνι στο άλλο χέρι η κυρία Κούλα τα βγάζει και τα ακουμπά όρθια στο τρυπητό, μ' ένα ταψί από κάτω να φεύγει το λάδι.

Κι όταν κρυώσουνε, τακτοποιούνται όρθια σε μεγάλα καλάθια και μετριούνται ως να φτάσουνε τα 500.
"Έλα το απόγευμα να τα δεις που θα τα μελώσουμε και θα τα βάλουμε αμυγδαλάκι και σησάμι", με προσκαλεί η κυρία Κούλα.

Πήγα. Αμ πώς; Δε θα πήγαινα;

* Τα αυγοκαλάμαρα καθώς και τα ξεροτήγανα, λουκουμάδες, γαλακτομπούρεκα, ρυζόγαλα και άλλα σπιτικά πεντανόστιμα καλούδια φτιάχνονται από τα χρυσά χεράκια της κας Αγελικής Δαράκη, στο μαγαζί "Το Στέκι" στην Παλαιόχωρα της Κρήτης. Δέχονται και παραγελίες στο 28230-41977.
Αυτό δεν είναι διαφήμιση. Είναι η ευχαρίστηση που νιώθω να βοηθήσω όπως μπορώ τους άξιους και προκομμένους ανθρώπους που ξέρουν και τιμούν τον τόπο τους και την παράδοσή τους, βάζοντας στη δουλειά τους το κέφι τους και φρέσκα υλικά!

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Καλημέρα Ελλάδα

Ετοιμάζω τα πράγματά μου. Ρίχνω δυο τρεις μπλούζες, ένα μακρύ κι ένα κοντό παντελόνι, μερικά φουστάνια που αγαπώ, μέσα και τα παρεό, τα δένω στο λαιμό και τα κάνω φουστάνια, να μην ξεχάσω να πάρω ζακέτα, το καλοκαίρι πιάνει αέρας στα νησιά, παπούτσια για περπάτημα είπε η Αντωνία, θα με βγάλει στα φαράγγια και δε λέει να τα περάσω πάλι με παπούτσια μπαλλαρίνες, θα με κοροϊδεύει κι ο κόσμος, σαγιονάρες για τη θάλασσα, βιβλίο να πάρω; θα'χει η Αντωνία, δεν παίρνω...σαμπουάν, αντιηλιακό, καπέλο, μηχανή, φορτωτή μπαταρίας, την ατζέντα με τα τηλέφωνα Ελλάδας και Αμερικής, το laptop μου, δεν φεύγω χωρίς το laptop μου, μερικά δωράκια για τη βαφτιστήρα, πετσέτα; θα'χει η Αντωνία...σεντόνια; θα'χει η Αντωνία, βαφτικά; δε θα'χει η Αντωνία αλλά βαριέμαι τα πολλά βαψίματα το καλοκαίρι, γυαλιά για το διάβασμα, γυαλιά για τον ήλιο, ψαλιδάκια, σκατουλάκια, κάθομαι πάνω στη βαλίτσα να την κλείσω γιατί θα σκάσει, κι εγώ θα σκάσω στη σκέψη πως θα πληρώσω υπέρβαρο.
Τελικά δεν πληρώνω υπέρβαρο, τη γλύτωσα, μπαίνω στο αεροπλάνο και το ταξίδι Νέα Υόρκη- Γενεύη ξεκινάει. Δηλαδή μπαίνω στο αεροπλάνο αλλά δεν ξεκινάμε γιατί έχει καταιγίδα και περιμένουμε να περάσει η μπόρα. Ευτυχώς που ο πράκτορας φρόντισε να έχω τρεις ώρες αναμονή για την ανταπόκριση Γενεύη - Αθήνα. Περιμένοντας να περάσει η μπόρα, κοιτάζω με λαχτάρα τις τρεις αδειανές θέσεις δίπλα μου μέσα σε ένα σχεδόν γεμάτο αεροπλάνο. "Λες να'μαι τόσο τυχερή να την ξαπλάρω; Μεγαλείο". Κι εκεί που αρχίζει να σκάει το χαμόγελο της μεγαλοσύνης στα χείλη, μπαίνουν τρέχοντας μια μαμά με δυο παιδιά και σωριάζονται στις τρεις αδειανές θέσεις δίπλα μου. Σωριάστηκαν και το όνειρά μου για ξάπλες. Το τρίο των Ελλήνων ασθμαίνει, είναι ξέπνοοι απ' το τρέξιμο, στο τσακ πρόλαβαν την πτήση λόγω καθυστέρησης καταιγίδας.
Το κοριτσάκι έχει πάθει panic attack και κλαίει, αλλά σύντομα συνέρχεται στη σκέψη πως την άλλη μέρα θα παίζει με τις ξαδέρφες της στην Κάσο, και θα τρώει μακαρούνες με σιτάκα (τυρί από πρόβειο γάλα), κουλούρες με γλυκάνισο και μαυροσίσαμο, ζιμπίλια με σταφίδα και μοσχοπούγγια.
Βγάζω μπλοκάκι και σημειώνω τα κασιώτικα φαγητά. "Να περάσω κι από Κάσο;" σκέφτομαι. "Αφού θα πάω Κάρπαθο, είναι κοντά. Να δοκιμάσω και τις μακαρούνες". Εντωμεταξύ η ιπταμένη της Swiss μου φέρνει τις ιπτάμενες μακαρούνες, καμία σχέση με τις κασιώτικες, μακαρονάκια που τα τρως για να ξεχάσεις την πείνα σου και τα ξεχνάς στο λεπτό.
Στην πτήση για Αθήνα, ένα κοριτσάκι κλαίει ασταμάτητα και η μαμά του δε λέει να τού βάλει μια φωνή να σταματήσει. Αλλάζω θέση. Πάω και στριμώχνομαι ανάμεσα σε δυο μικροκαμωμένες  Κινεζούλες που δε βγάζουν άχνα και κοιμάμαι.
"Αρχίσαμε την προσγείωση για Αθήνα, παρακαλώ επιστρέψτε στις θέσεις σας και δέστε τη ζώνη σας".
Είμαι ήδη καθισμένη και δεμένη οπότε περιμένω να πιάσω Ελλάδα. Μια Ελλάδα που για πολλά χρόνια "με πληγώνει" και "με διώχνει" αλλά που αυτή τη φορά αποφασίζω να την πιάσω απ' αλλού, κάνοντας βουτιά στα Κρητικά νερά.
Τρεις ώρες αναμονή για την πτήση στα  Χανιά. Σαράντα λεπτά στον αέρα και λίγο πριν προσγειωθούμε μας ειδοποιούν πως έχει απρόβλεπτη κίνηση στον διάδρομο προσγείωσης  και πρέπει να περιμένουμε καμιά ωρίτσα . Κάνουμε βόλτες στροφάροντας στον αέρα. Σκέφτομαι τη μικρή Μυρτώ, το πνευματικό μου παιδάκι να κόβει κι αυτό βόλτες περιμένοντας όχι "τη Θεία από το Σκάγο" αλλά τη "Νονά απ' τη Νέα Υόρκη".
Κάποια στιγμή φτάνει η σειρά μας, το αεροπλάνο πιάνει γη κι εγώ πιάνω τη μικρή στα χέρια μου και την σφίγγω. Είμαι η "νονίτα" της κι είναι το "Μυρτουλίνι" μου.
Καθόμαστε μαζί στις πίσω θέσεις του αυτοκινήτου γιατί έχω κι άλλο δρόμο μπροστά μου.
Μιάμιση  ώρα οδήγηση στα σκοτεινά, μέσα στις στροφές του βουνού που πάει απ' τα Χανιά στη Σούγια. Η "νονίτα' τα παίζει, ζαλίζεται, δροσίζει με τη γλώσσα της το στεγνό της στόμα, το Μυρτουλίνι μιλάει κι εγώ απαντώ δίχως να γυρίζω κεφάλι γιατί κουνάει. Εικοσιτρείς ώρες αφού κλείδωσα το σπίτι μου στο Αμέρικα, φτάνω στον πρώτο προορισμό, αλλά για "θάλαττα, θάλαττα" πρέπει να περιμένω μέχρι το πρωί.
Κοντά μεσάνυχτα στρογγυλοκάθησα στην ταβέρνα του Αντώνη που παντρεύτηκε την Ολλανδέζα Βάντα κι έκανε μαζί της τέσσερα παιδιά κι έφαγα κατσίκι τσιγαριαστό, καλτσούνια με μυζήθρα, ήπια ρακή και μετά μπήκα στη σκηνή μου και σωριάστηκα. Όχι στο κρεβάτι μου, ούτε σε στρώμα φουσκωτό, αλλά στο χώμα που'χε στρωθεί με ένα sleeping bag. Κάθε που γύρναγα πλευρό ξυπνούσα. Με ενοχλούσε κι ο φακός που' χε κατρακυλήσει κάτω από τη μέση μου , κι οι παραδίπλα Γερμανοί που μάλλον τα'χαν πιει...μέχρι που πέρασαν ώρες πολλές, με χτύπησε ο ήλιος κατακούτελα, άνοιξα τη σκηνή, κι είδα τη θάλασσα.
Αυτό ήτανε. Έφυγαν όλες οι στροφές, οι αναμονές, οι διαδρομές, έφυγε η κούραση, έφυγαν όλα.
Έβαλα το μαγιό μου, βούτηξα στα κρύα Κρητικά νερά κι είπα με μιαν ανάσα "Καλημέρα Ελάδα"!

(Συνεχίζεται...ίσως)

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Καλό καλοκαίρι!


Είναι ώρα να πω καλές διακοπές, καλό καλοκαίρι, καλή ξεκούραση και όλα τα καλά, καλοί μου φίλοι.
"Όχι δε χωριζόμαστε για πάντοτε παιδιά,
μα θα ξαναβρισκόμαστε έστω και νοερά"
που λέει και το τραγούδι!
Απλώς από αύριο και για κάμποσο καιρό θα γυροφέρνω και θα περνοδιαβαίνω και το πιθανότερο είναι να μην μπαίνω συχνά πυκνά στη στήλη αυτήν εδώ την πολυαγαπημένη, αλλά να μαζεύω ήλιο, εικόνες, πληροφορίες και υλικό και να επανέλθω δριμύτερη εν καιρώ ...

Ως τα τότε, να που το'φερε και ξαναβρέθηκα σε έκθεση τροφίμων, αυτή τη φορά στη διεθνή έκθεση τροφίμων στη Νέα Υόρκη, The Summer Fancy Food Show 2013, με συμμετοχές απ' όλο τον κόσμο,


και μια ελληνική εκπροσώπηση από 38 παραγωγούς λαδιού- κρασιού- τυριού-μαρμελάδας, πολύ καλή, με ανταγωνιστικά προϊόντα, και μ' εμένα να βοηθώ, μέσω ΟΠΕ (Eλληνικός Οργανισμός Εξωτερικού Εμπορίου) στην καλύτερη παρουσία της ελληνικής αποστολής.

Ήμουνα ανάμεσα στο παγωτό-γιαούρτι και στο κρασί.
Τι να κάνω η γυναίκα; Έτρωγα και έπινα εναλλάξ. Μια ευφορία δηλαδή!

Εδώ δίπλα στη μηχανή του yoriginal /Μπερτζελέτος , το παγωμένο γιαούρτι που έκανε θραύση, ούτε ξέρω πόσα μπωλάκια (και καλά sugar free) έφαγα, με βυσσινάκι και oreo μπισκοτάκια.


Κι εδώ στο wine event που οργάνωνε ο ΟΠΕ, πριν πλακώσει ο κόσμος να δοκιμάσει ελληνικά κρασιά, υψώνω το άδειο μου ποτήρι μαζί με τον Spencer, τον σομελιέ (οινοχόο)

Φυσικά δεν μπορούσα να γυρίζω με την κάμερα, έπρεπε να κάνουμε δουλειά, αλλά στα κλεφτά έριχνα μια γυροβολιά...


και μπουκωνόμουνα ...

ό,τι έβρισκα...

κι ό,τι προλάβαινα!


Τώρα ίσα ίσα προλαβαίνω να σας πω καλό καλοκαίρι,
και να ευχηθώ με το καλό να  ξαναζήσουμε κι άλλα τέτοια ωραία!!!


                                                                            Σας φιλώ !
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...