Το βαπόρι που
περίμενα από Σούγια για Παλαιόχωρα αποδείχτηκε βαρκούλα κι εγώ...τσιπούρα του
γλυκού νερού! Δεν εγεννήθηκα καραβοκύρης- θαλασσόλυκος πάει κι ετελείωσε!
Μπήκα στο
καρυδότσουφλο που άκουγε στό όνομα Neptune, και ξεκινήσαμε για το μεγάάάάλο ταξίδι των 45
λεπτών. Τα πρώτα πέντε λεπτά με θαύμασα, περηφανεύτηκα "τι καλά που τα πάω" και χαμογέλασα! Τα επόμενα δέκα λεπτά μού πάγωσε το χαμόγελο στα χείλη, κι
αρχίσαν να με ζώνουνε τα φίδια καθώς η βαρκούλα άφηνε πίσω την ακτή και σειόταν
και λυγιότανε σαν γκόμενα σε καλντερίμι. Βολεύτηκα
καλύτερα μπας κι έφταιγε η θέση του κορμιού μου κι ίσιωσα το κεφάλι να βλέπω μόνο
μπροστά. Μα τώρα το
σκαρί- βαρκί δε σειόταν άλλο, δε λυγιόταν, μον' έπιασε και χόρευε σα ρόδα σε
μεγάλο λούνα πάρκ.
Αν δεν το
έχω πει, το λέω τώρα. Δεν ανεβαίνω σε μύλους, σε ρόδες, ούτε σε ταψιά που χοροπηδούν.
Και με τα πάνω
κάτω του Neptune άρχισα τις αναπνοές λες κι ήμουν έτοιμη για γέννα.
Εισπνοή, εκπνοή,
εισπνοή, εκπνοή. "Βοηθάτε παιδιά!" λέω μέσα μου στους όποιους βοηθούς
να καταφτάσουν! Στην σιωπηλή μου έκκληση για βοήθεια έρχεται και στρώνεται
δίπλα μου ένας στρογγυλός καλοκάγαθος κύριος με γυαλάκια και μπλε μπλούζα, απ'
αυτούς που δουλεύουν στη βαρκούλα. Είναι τόσο χαλαρός που χασμουριέται
ασταμάτητα, δυο μέτρα άνοιγμα στόματος κάνει.
"Πώς νυστάζεις
αδερφάκι μου μ' αυτό το κουνια-μπέλα;"
Άλλο ένα "κούνα" ψηλά, και με το "μπέλα" χαμηλά μου'ρχεται το νερό στη μάπα!
Σηκώνομαι όρθια,
αρπάζω μία σιδεριά με τα δυο μου χέρια και εξακολουθώ να' χω το βλέμμα μου
μπροστά. Ως Αλίκη- Μανταλένα "Μες σ' αυτή τη βάρκα είμαι μοναχή",
μόνο που εγώ δεν τραγουδώ και σίγουρα δεν είμαι μοναχή μου. Γύρω μου καμιά
εικοσαριά τουρίστες αραχτοί με κοιτάζουν με απορία.
"Σε πόση ώρα
φτάνουμε;" ρωτώ τον κυριούλη με τα χασμουρητά, αφού καταφέρνω με κόπο να
στρίψω το κεφάλι μου προς την πλευρά του.
"Σε κανά
μισάωρο" μου λέει χαμογελώντας, κι εγώ πανιάζω.
Σαν ν' άκουσα
"σ'ένα εικοστετράωρο", έτσι ατέλειωτα μου φάνηκαν εκείνα τα τριάντα
λεπτά.
"Μην το
σκέφτεστε", μου λέει ο κυριούλης που κατάλαβε το ζόρι μου.
"Όσο το σκέφτεστε τόσο χειρότερα είναι."
Αμ δεν το
σκέφτομαι, χριστιανέ μου, δεν το θέλω, μόνο του μου'ρχεται.
Δε λέω τίποτε,
γιατί αν ανοίξω το στόμα μου δεν ξέρω τι θα βγει προς τα έξω.
Και...συνεχίζω
τις αναπνοές. Ως θηλυκός Οδυσσέας, κρατιέμαι από το σίδερο και βλέπω μόνο μπρος
για ν' αποφύγω τις
Σειρήνες του στομάχου μου που με καλούν σε ένα ωραιότατο άδειασμα.
Ιδρώνω.
Σφίγγω κι άλλο το σίδερο.
Μετράω πέντε -
πέντε - δέκα (δέκα δέκα ανεβαίνω τον καημό) να δω πού θα φτάσω
μέχρι να φτάσουμε. Τα παρατώ στα
τριάντα πέντε. Κοιτάζω το ρολόϊ του κυριούλη. Πέρασαν μόλις πέντε λεπτά. Φέρνω στο νου
ωραίες εικόνες αλλά αδυνατώ να τις κρατήσω.
Απελπίζομαι.
"Θα τους πω να σταματήσουν τη βάρκα" σκέφτομαι. Απαπα, θα με πάρουν
στο ψιλό. Κάνε υπομονή, κάνε υπομονή Μαρθούλα, σε λίγο όλα θα'χουνε
τελειώσει.
Και ξαναρχίζω από
την αρχή: Αναπνοές, σάλιωμα των στεγνών χειλιών μου, ωραίες εικόνες, πρόσωπα
που μπορεί να με χαλαρώσουν, επικλήσεις στον καλό Θεούλη να κάνει κάτι "Κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο" σε δική μου παραλλαγή "Κάνε κάτι λοιπόν, σε λίγο πεθαίνω"
Ζητώ να φτάσω γρήγορα, να φτάσω άμεσα, να φτάσω ΤΩΩΩΡΑ!
Ζητώ να φτάσω γρήγορα, να φτάσω άμεσα, να φτάσω ΤΩΩΩΡΑ!
Και κάποια στιγμή
φτάνω. Βγαίνω έξω πρώτη. Κουρέλι. Πατώ γη! Ο Οδυσσεάς στην Ιθάκη! Δε σκύβω να
φιλήσω το χώμα της Παλιόχωρας, αλλά σέρνω την πραμάτεια μου ανακατεμένη στο
σπιτικό που θα με φιλοξενήσει, σωριάζομαι σε έναν καναπέ και γεια σας, με
παίρνει ύπνος. Ξυπνώ απ' το τηλέφωνο της φίλης μου της Αντωνίας που έχω αφήσει
στη Σούγια με το Μυρτουλίνι το βαφτιστήρι.
"Έφτασες
καλά;"
Τι να πει η
Μανταλένα- Οδυσσέας; Τι να πει και τι να μολογήσει;
"Με χάλασε
λίγο το καρυδότσουφλο" λέω, "θα βγω να βάλω κάτι στο στόμα μου."
Η Αντωνία
αναφέρεται συχνά στο γύρο της Παλιόχωρας. Όχι το γύρο οδικώς, το γύρο τροφικώς.
Να πάω για γύρο;
Πριν πάω για
γύρο, στέκομαι στην ανοιχτή πόρτα της κας Κούλας που ψήνει στο μαγαζάκι της
ξεροτήγανα μαζί με τις αδερφάδες της . Ζαλούρα ξεζαλούρα προλαβαίνω να θαμάξω
τις καλαθούνες γεμάτες μέχρι πάνω μ' αυτά τα χρυσά στεφανάκια.
"Να σε
κεράσουμε ένα ξεροτήγανο;" προσφέρεται ευγενικά η κυρία Κούλα. Αχ, όχι τώρα, όχι
τώρα, αργότερα.
"Θα πάω να
φάω κάτι γιατί με ζάλισε το Neptune, ευχαριστώ!"
"Όϊ, στο Neptune μπήκες παιδάκι μου; Παναζία μου, που να
με χρυσώνουνε δε μπαίνω εγώ εκεί μέσα!" λέει η αδερφή της η κυρία Αργυρώ
που τακτοποιεί τα ξεροτήγανα σε στρώσεις μέσα στην καλαθούνα τη στρωμένη με
πανάκι. Εμ, πού να το'ξερα η έρμη; Δεν μου το'πε κανείς.
"Μη φας γύρο
είναι βαρύς" μου λέει η κυρα Κούλα. "Πάρε λίγο ψητό κοτοπουλάκι να
στρώσει το στομάχι σου."
Στρώνω το στομάχι
μου, κάνω ένα μπανάκι και ξεραίνομαι.
Το πρωί νομίζω
πως κουνώ ακόμη. Δεν ξαναμπαίνω στο καρυδότσουφλο, από Δευτέρα θα βάλουνε
μεγάλα καράβια να πάω σαν άνθρωπος στα Σφακιά.
και στην
επιστροφή έκατσα στης κυρα- Κούλας να φάω φοβερούς λουκουμάδες με σουσαμάκι και κανέλα.
"Αύριο θα φτάξω 500 αυγοκαλάμαρα για βαφτίσια. Έλα να δεις πώς τα κάνουμε"
Πήγα και θάμαξα
πόσο αριστοτεχνικά γύρναγε τη ζύμη στο τηγάνι με την πηρούνα, ούτε ένα λεπτό
δεν την άφηνε να μην παρακαεί. Και μια πατάτα έκαιγε στο λάδι μέσα "για να παίρνει τη
λαδίλα".
"Δεν
μυρίζουν αυτά τα αυγοκαλάμαρα, δεν έχουν αυγά. Τσικουδιά και ρακή έχουνε".
να τα κόβει σε τετράγωνα,
να τα ρίχνουν στο
τηγάνι και φρρρρ να γίνονται αμέσως οι φουσκάλες, η πηρούνα τα γυρνάει γρήγορα
γρήγορα, λίγο βουτιέται η μια άκρη, λίγο η άλλη μες στο λάδι,
και με το πηρούνι
στο άλλο χέρι η κυρία Κούλα τα βγάζει και τα ακουμπά όρθια στο τρυπητό, μ' ένα ταψί από κάτω να φεύγει το λάδι.
Κι όταν κρυώσουνε, τακτοποιούνται όρθια σε μεγάλα καλάθια και μετριούνται ως να φτάσουνε τα 500.
"Έλα το απόγευμα να τα δεις που θα τα μελώσουμε και θα τα βάλουμε αμυγδαλάκι και σησάμι", με προσκαλεί η κυρία Κούλα.
* Τα αυγοκαλάμαρα καθώς και τα ξεροτήγανα, λουκουμάδες, γαλακτομπούρεκα, ρυζόγαλα και άλλα σπιτικά πεντανόστιμα καλούδια φτιάχνονται από τα χρυσά χεράκια της κας Αγελικής Δαράκη, στο μαγαζί "Το Στέκι" στην Παλαιόχωρα της Κρήτης. Δέχονται και παραγελίες στο 28230-41977.
Αυτό δεν είναι διαφήμιση. Είναι η ευχαρίστηση που νιώθω να βοηθήσω όπως μπορώ τους άξιους και προκομμένους ανθρώπους που ξέρουν και τιμούν τον τόπο τους και την παράδοσή τους, βάζοντας στη δουλειά τους το κέφι τους και φρέσκα υλικά!