...κι ύστερα η ιστορία ενός ταπεινού κουμπιού
Η Ξανθή με προσκάλεσε να παίξω στα "παράθυρα με θέα" ή αλλιώς τί βλέπω απ' το παράθυρό μου, και την ευχαριστώ πολύ..
"Τσίου,τσίου,τσίου
Τσίου,τσίου,τσίουΤρέμει και τινάζει τα φτερά
Μέσ'απ'το παράθυρό μου
βλέπω το μικρό μου
το σπουργίτη τον φουκαρά."
Σπουργιτάκια έβλεπε η Αλίκη, κι εγώ βλέπω σκιουράκια,κοκκινολαίμηδες και ρακούν μερικές φορές. Όχι δεν είμαι στην άγρια φύση, μέσα σε μια ήρεμη γειτονιά του East Elmhurst είμαι,αλλά έτσι είναι εδώ στα σπίτια με αυλές.
Εδώ είναι η πίσω αυλή όπως τη βλέπω μέσα απ' το μουσκεμένο μου παράθυρο. Χωρίς ζωάκια αλλά με πολλά παιδάκια που πιτσιλιούνται.
Κι εδώ η πίσω αυλή, χωρίς παιδάκια και χωρίς νεράκια.
Και μια που έχω και μπροστινά και πισινά παράθυρα, και μπροστινές και πισινές αυλές θα βάλω διπλές φωτογραφίες.
Εδώ είναι η μπροστινή αυλίτσα απέξω με το μπαουλάκι που μάς έβαλε μές στη μέση η ιδιοκτήτρια
(που βλέπετε και στο βάθος της πίσω φωτογραφίας με τα πιτσιλισμένα παιδάκια.) Τα λουλουδάκια δικά μου.
Κι εδώ είναι το μπροστινό παράθυρο από μέσα, όπου μόστραρα και το βαζάκι με τη μαρμελάδα βατόμουρο που έφτιαξα το πρωί.
Την αφορμή για το σκουφί που φόρεσα στη μαρμελάδα μου (που απ' ό,τι διαβάζω την ίδια αφορμή πήρε κι η Ξανθή) καθώς και την έμπνευση να γράψω τη σημερινή μου ιστορία, την πήρα από τη Τζένη στο my-kitchen-diary.blogspot.com που ανέφερε τις προάλλες στο blog της Ξανθής τη λέξη κλειδί: "κουμπί" .
Είπε πως έντυσε μια μέρα ένα κουτί με κουμπιά με ένα πανάκι με ένα κουμπί ραμμένο επάνω.
Αυτό ήτανε!
Κατόπιν τούτου, η σημερινή μαρμελάδα αφιερώνεται στην Ξανθή και η ιστορία της στην Τζένη.
Η ιστορία ενός ταπεινού κουμπιού
" Ήταν
κάποτε ένα μικρό, στρογγυλό, ζαχαρί κουμπάκι.
Πολύ
ελαφρύ και πολύ ταπεινό με δυο τρυπούλες στο μέρος της καρδιάς του για να παίρνει αέρα.
Μακάρι να το'χαν φτιάξει με περισσότερες τρύπες, γιατί το κουμπάκι αυτό δίψαγε να πάρει αέρα, έτσι όπως το'χανε κλεισμένο, μάλλον ξεχασμένο, σ’ ένα ξύλινο, ρώσικο κουτί στο τελευταίο ράφι μιας βιβλιοθήκης, πίσω απ’ τα βιβλία. Μες στο κουτί είχε κουμπιά,βελόνες και κλωστές ραψίματος, μα σπάνια
το άνοιγε ανθρώπου χέρι .
Το
ζαχαρένιο κουμπάκι είχε καταπλακωθεί από το μαξιλαράκι με τις βελόνες
που το τρυπάγανε κάθε φορά που γύρναγε πλευρό, και πόναγε.
Δεν
είχε φίλους το κουμπί, δε μίλαγε ποτέ και σε κανένα, ούτε στα ραφτικά, ούτε και στ’
άλλα τα κουμπιά.
Το
πιο ενοχλητικό απ’ όλα τα κουμπιά ήταν ένα σκληρό, τετράγωνο και μαύρο, με τέσσερις μεγάλες τρύπες κι ακόμη μεγαλύτερη ιδέα για τον εαυτό του.
Τους θύμιζε καθημερνά πως κρατούσε από μεγάλο τζάκι, πως είχε ιστορία, πως έπεσε απ’ τη στολή
του Ναπολέοντα, πως δεν είχε καμιά δουλειά εκεί μέσα, πως περίμενε κάποιον να
αναγνωρίσει την αξία του, και πως θαρχότανε η ώρα κι η στιγμή να το ράψουνε και πάλι τελετουργικά στο σακάκι κάποιου στρατηγού.
Μιλούσε
συνεχώς κι όταν δεν μιλούσε, ροχάλιζε.
Το
καημένο το μικρό, ζαχαρί κουμπί δεν κρατούσε από τζάκι.
Ήταν το τελευταίο κουμπί σε μια παλιά μπεζ ζακέτα που φορούσε το κορίτσι.
Το κορίτσι «φύλαξε» το κουμπί πετώντας το μες στο κουτί για να το ράψει "άλλη ώρα", αλλά στο μεταξύ πάλιωσε η ζακέτα και την πέταξε, κι έτσι έμεινε το ζαχαρί κουμπί στ' αζήτητα.
Όσο
ήταν πάνω στη ζακέτα του κοριτσιού, έμπαινε σε τρένα, έβλεπε ανθρώπους, καθότανε σε τραπέζια, μύριζε
φαγητά, ρούφαγε ήλιο και καθαρό αέρα.
Τώρα έλιωνε από ασφυξία κι από έλλειψη προορισμού.
Ποιον ωφελούσε εδώ μέσα; Πού ήταν χρήσιμο;
Ενώ όσο ήταν ραμένο στη ζακετούλα του κοριτσιού το ζέσταινε, το φύλαγε.Τώρα πολλές φορές το ακούει τις νύχτες να βήχει. Κρύωσε πάλι το κορίτσι. Τι να το κάνει που δε ντύνεται σωστά;
Αχ, θα πεθάνει ολομόναχο μια μέρα και δε θα το θυμάται κανείς.
Και
μ’ αυτή τη σκέψη έβγαλε ένα μεγάλο αναστεναγμό την ώρα που το μαύρο κουμπί έβγαζε ένα μεγάλο ροχαλητό.Πετάχτηκε απ' τον ύπνο του το κουμπί "από τζάκι" και γρύλλλισε:
«Τι χασμουριέσαι μικρό κι ανόητο κουμπί; Δεν ξέρεις πως όταν κοιμάμαι ονειρεύομαι; Ξέρεις τι έβλεπα τώρα; Ξέρεις;»
Και χωρίς να περιμένει απάντηση, συνέχισε:
" Έβλεπα πως διαλέξαν να με ράψουν πρώτο πρώτο στο καινούριο σακάκι ενός στρατηγού. Κατάλαβες; Ενός στρατηγού!!!»
«Με συγχωρείς» ,είπε δειλά το ζαχαρένιο
κουμπάκι, «δεν ήθελα να σού κόψω το όνειρο»
«Πάει
το όνειρο τώρα. Πάει, πάει, πάει και πίσω δε γυρνάει» είπε μελοδραματικά το μαύρο
κουμπί. «Για ένα παλιοχασμουρητό σου έχασα το σακάκι του στρατηγού.»
«Δεν
ήταν χασμουρητό. Αναστεναγμός ήταν»
«Ε;...Τι; ...Χασμουρητό, αναστεναγμός το ίδιο είναι» είπε το μαύρο κουμπί που δεν ήθελε να πιαστεί αδιάβαστο. Αυτό δεν είχε αναστενάξει ποτέ του. Μόνο χασμουριότανε.
« Χασμουριέσαι, όταν νυστάζεις, κι αναστενάζεις, όταν έχεις στενοχώρια.»είπε συνεσταλμένα το ζαχαρί κουμπί.
«Μπα, μωρ' τι μάς λες; Κι
εσύ τώρα έχεις στενοχώρια ;» ρώτησε το μαύρο κουμπί κι άνοιξε τις τέσσερις τρυπούλες του με
τεράστια έκπληξη.
Δεν είχε ακούσει ποτέ για στενοχωρημένα κουμπιά.
«Γιατί
έχεις στενοχώρια;» ξαναρώτησε έτσι για να κερδίσει χρόνο να το
καταλάβει.
«Γιατί δε
βλέπω φως, δεν παίρνω αέρα και δεν είμαι χρήσιμο πουθενά.»
Μόνο αυτό είπε το ζαχαρί κουμπί και σταμάτησε. Δεν
τόλμησε να πει τίποτε άλλο. Ήδη το μαύρο το κουμπί το κοίταγε στραβά και
παραξενεμένα.
Μα είναι σοβαρές κουβέντες για κουμπιά αυτές;
Και
μάλιστα για μικρά, ασήμαντα, ζαχαρί κουμπάκια;
Χωρίς
βάρος; Δίχως τζάκι; Και χωρίς ιστορία καμιά;
«Κοιμήσου
κι αύριο θα'ναι όλα καλύτερα», είπε μόνο το μαύρο κουμπί κι άλλαξε πλευρό.
Κι είχε δίκιο.
Το άλλο πρωί που το
κορίτσι άνοιξε το κουτί, το σπίτι μύριζε μαρμελάδα βατόμουρο.
Το κορίτσι άπλωσε το
χέρι, έπιασε αποφασιστικά το ζαχαρί κουμπί και το τράβηξε έξω. Ύστερα πήρε μια βελόνα απ' το μαξιλαράκι που το πλάκωνε τόσον καιρό, κι ένα
κουβαράκι κλωστή κι έκλεισε πάλι το κουτί.
Σάλιωσε την κλωστή, την πέρασε στη βελόνα, πέρασε τη βελόνα στις δύο τρυπούλες του
κουμπιού, ύστερα έραψε το κουμπί σ' ένα κόκκινο φουτόν πανάκι και το'βαλε να αγκαλιάσει από πάνω ένα βαζάκι με μαρμελάδα βατόμουρο. Το'σφιξε καλά με μία ασπροκόκκινη κλωστή και το'βαλε πάνω στο παράθυρο να το βγάλει φωτογραφία.
"Τσαφ" άστραψε το φως και τυφλώθηκε απ' τη λάμψη το κουμπάκι, αλλά ήταν τόση η χαρά του που δεν έβγαζε άχνα.
Έβλεπε φως, έπαιρνε αέρα, μύριζε μαρμελάδα βατόμουρο, ακουμπούσε το κορίτσι "τι ευτυχία κι αυτή η σημερινή" σκεφτότανε το ζαχαρί κουμπί και κράταγε την ανάσα του απ' την πολλή χαρά του.
Ας ήτανε να μη γύρναγε ποτέ ξανά στην ξύλινη, τη σκοτεινή τη φυλακή τού κουτιού.
Ας ήταν να'μενε για
πάντα εδώ, ραμμένο σ' ένα κόκκινο πανάκι να φυλάει τη φρεσκάδα μίας μαρμελάδας.
"Ωραία ιδέα
τελικά να ράψω ένα κουμπί στο πανάκι της μαρμελάδας μου." είπε εκείνη τη στιγμή το κορίτσι .
"Θα δοκιμάσω κι άλλα σχέδια, αλλά αυτό εδώ το αφήσω έτσι για να θυμάμαι την πρώτη μου φορά ".
Άκουσε καλά το κουμπάκι; Είπε "θα το αφήσω έτσι, για να
θυμάμαι την πρώτη μου φορά;"
Ναι το είπε.
Αναστέναξε το ταπεινό κουμπί, αυτή τη φορά από ευτυχία.
Είχε δίκιο το μαύρο κουμπί "από τζάκι" . Άμα έχεις στενοχώρια...
"Κοιμήσου . Κι αύριο θα' ναι όλα καλύτερα."
Μαρμελάδα βατόμουρο
Από τη Martha Stewart
1,5 κιλό φρέσκα βατόμουρα (εγώ έβαλα μισά φρέσκα μισά κατεψυγμένα)
4,5 φλυτζάνια ζάχαρη
4,5 κουταλάκια του γλυκού χυμό λεμονιού
Λίγο αλάτι (εγώ δεν έβαλα)
Ε(χ)τέλεση
1. Βάλτε ένα μικρό πιατάκι στην κατάψυξη.
2. Ρίξτε τα βατόμουρα, τη ζάχαρη, το χυμό λεμονιού και το αλάτι (αν βάλετε), σε μια κατσαρόλα κι ανακατέψτε. Ανάψτε τη φωτιά σε σημείο βρασμού κι αφείστε να πάρει βράση το μείγμα ανακατεύοντας συνεχώς και ξαφρίζοντας για περίπου 8-9 λεπτά. Κατεβάστε απ' τη φωτιά τη μαρμελάδα που θα δείτε να μοιάζει με ένα όχι πολύ δεμένο ζελέ.
3. Βγάλτε το πιατάκι απ' την κατάψυξη και ρίξτε μέσα μια κουταλιά μαρμελάδα. Ξαναβάλτε το πιατάκι στην κατάψυξη για ένα δύο λεπτά. Βγάλτε το και σπρώξτε την άκρη τής μαρμελάδας με το δάχτυλό σας. Αν διατηρεί το σχήμα της, είναι έτοιμη.
Αν είναι ακόμη υγρή ξαναβάλτε την να βράσει ένα δύο λεπτά δοκιμάζοντας συνεχώς.
4. Περάστε τη μισή μαρμελάδα απ' το σουρωτήρι να φύγουν οι σπόροι.
Ανακατέψτε τη στραγγισμένη μαρμελάδα στην υπόλοιπη με τους σπόρους και ξαναβάλτε στη φωτιά να πάρει μια βράση.
5. Κατεβάστε τη φωτιά και γεμίστε μ' αυτήν τα αποστειρωμένα βαζάκια σας.
Με τις υγείες σας!
Και κοιτάτε: μην πετάτε αλλόγιστα κάτι που στην αρχή σάς φαίνεται άχρηστο.
Ποτέ δεν ξέρετε τί σάς ξημερώνει!
Μάρθα μου!!! Σ'ευχαριστώ τόσο πολύ! Είναι ένα τέλειο παραμυθάκι που θα διαβάσω στο παιδάκι μου όποτε....! Χαχα! Να'σαι καλά! Φιλιά πολλά, μου'φτιαξες πολύ τη μέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα Τζένη μου! Εγώ σ' ευχαριστώ για την έμπνευση!
ΔιαγραφήΚι όταν κάνεις με το καλό παιδάκια, θα'χουμε κι άλλα παραμυθάκια να τού διαβάζεις!
Μάρθα έχεις πάσα να μας πεις για το καλοκαίρι σου και ό,τι αγαπάς σε αυτό...
ΔιαγραφήΑνυπομονώ να σε διαβάσω! Πέρνα μια βόλτα από το blog. Φιλιά!
Έχουμε κι άλλο παιχνιδάκι;
ΔιαγραφήΤρέχω κι έρχομαι, έρχομαι φτάνω, με το πρώτο το αεεροπλάνο,
τρέχω κι έρχομαι!
Μάρθα σε ευχαριστώ για το καλό ξεκίνημα του μήνα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια δες ένα κουμπί πως μπορεί να αλλάξει - γεμίσει τη μέρα μας!!
Η μαρμελάδα σου υπέροχη, έχω στο ψυγείο ένα μικρό βαζάκι από την περσινή μου με άγρια βατόμουρα από το χωριό και την κρατάω για ιδιαίτερες στιγμές. Ελπίζω φέτος να μπορέσω να μαζέψω περισσότερα.
Καλημέρα και καλό μήνα.
Καλημέρα, Ξανθή μου!
ΔιαγραφήΚαλό μήνα και σε σένα και με το καλό να απολαύσεις τη δική σου μαρμελάδα βατόμουρο στις όμορφες και ιδιαίτερες στιγμές σας!
Μα τι υπέροχη, υπέροχη, υπέροχη ανάρτηση!!! Νασαι καλά Μάρθα, μου έφτιαξες τη μέρα, είσαι προικισμένος άνθρωπος. Πολύ ωραίες και οι αυλές σου και τα λουλούδια σου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε χαιρετώ με το άρωμα της μαρμελάδας σου στην μύτη μου!
Να'σαι καλά βρε Έρη μου, πολύ με συγκινείτε με τα ωραία σας λόγια.
ΔιαγραφήΑπ' ό,τι φαίνεται όμως, προικισμένοι είναι όλοι οι κάτοικοι αυτής της μπλογκογειτονιάς, και το λέω και το εννοώ!
Καλημερούδια μας!
Καλό μήνα Μάρθα! Πέρνα για βραβείο και παιγνίδι κι από μένα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε το ταλέντο γραφής που έχεις απολαμβάνουμε ό,τι γράφεις!
Ευχαριστώ πολύ, Βαγγελιώ μου, και για το βραβείο και για το παιχνίδι και για τα ενθαρρυντικά λόγια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραία τα παράθυρα, μούρλια η μαρμελάδα...αλλά η ιστορία κλέβει την παράσταση!!
ΑπάντησηΔιαγραφή"Κλέφτρα" ιστορία (που κλέβει παραστάσεις εννοώ)
ΔιαγραφήΠολλά ευχαριστώ, Λίλα μου!
Καλημέρα Μάρθα, καλό μήνα και καλή εβδομάδα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι εμπνευσμένη ανάρτηση!
Υπέροχη και γλυκιά, ακριβώς σαν την μαρμελάδα σου!
Πολλά φιλιά!
Καλημέρα Ερμιόνη μου, να'σαι καλά!
ΔιαγραφήΌντως κι η μαρμελαδίτσα γλύκα ήτανε!
Φιλιά!
Kαλησπέρα και καλώς σε βρήκα! πολύ ωραίο το "σπιτάκι" σου, αν θέλεις πέρνα κι από το δικό μου μια βόλτα :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλώς όρισες στο σπιτικό μου. Θα περάσω κι εγώ να κάνω μια επίσκεψη απ' το δικό σου!
ΔιαγραφήΕίναι όμορφο ν' ανοίγεις το παράθυρό σου και να βλέπεις παιδάκια που παίζουν!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραία η μαρμελάδα σου. Τα βατόμουρα είναι από τα πιο νόστιμα φρούτα του καλοκαιριού!
Καλό μήνα!
Καλό μήνα και σε σένα, Μάγδα. Ναι, είναι ωραίο να έχεις πρόσβαση σε αυλές και να βλέπεις ουρανό και παιδάκια που παίζουν!
ΔιαγραφήΖαχαρί κουμπί σε περιπέτειες, μαρμελάδα βατόμουρο, θέα από παράθυρα στην άλλη άκρη του ωκεανού...όλα παντρεύτηκαν γλυκά καλή μου και μας χάρισες απολαυστική ανάγνωση!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό βράδυ από μια γωνία της Αθήνας.
Πολλά ευχαριστώ Πηνελόπη μου, από τη δική μου γωνιά προς τα πίσω παράθυρα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΌλα τέλεια και όμορφα σε αυτή σου την ανάρτηση, όπως άλλωστε πάντα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜας έχεις καλομάθει Μάρθα μου γλυκιά και όμορφη σαν την μαρμελάδα σου!!
Σε φιλώ πολύ και αναμένω το επόμενο post!
Πώ πω γλυκά λογάκια, πω πω!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ Χρυσαυγούλα.
Υπάρχουν πράγματι μέρες που μου'ρχεται η έμπνευση και γράφω,
άλλες που απλώς θέλω να δείξω ένα γλυκό που μ' αρέσει,
κι άλλες που δεν έχω τι να πω και σιωπώ!
Φιλιά πολλά!
Τι κάνει ένα μικρό κουμπί!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν ξέρω τι απόλαυσα πιο πολύ: την ιστορίου του ταπεινού κουμπιού ή τη μαρμελάδα σου. Και τα δυο εξαιρετικά.
Η μαρμελάδα βατομουρο αν είναι σπιτική είναι μία από τις αγαπημένες μου.
Φιλιά :)
Έχει όντως αυτή την υπόξινη γεύση που κάνει τη μαρμελάδα πολύ διακριτική.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι που απόλαυσες και τη μαρμελάδα και την ιστορία.
Την καλημέρα μου,Μάριον!
Δεν ξέρω τι ήταν πιο γλυκό το παραμύθι του κουμπιού, η μαρμελάδα, ή οι εικόνες? Τα απόλαυσα όλα! Σ ευχαριστώ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ σ' ευχαριστώ, Αγγελική μου. Χαίρομαι όταν τα γλυκά κι οι ιστορίες μου αφήνουν μια γλυκειά γεύση!
Διαγραφή